Επικοινωνια
με e-mail »
ηρακλειο κρητησ
2810 282123
giatroi Αγγειακές Παθήσεις

Παθήσεις αγγείων άνω άκρων

Αυτή η ενημέρωση δε σκοπεύει να υποκαταστήσει την επαγγελματική ιατρική πληροφόρηση, διάγνωση και θεραπεία. Οι ασθενείς που διαβάζουν άρθρα σ’ αυτή την ιστοσελίδα πρέπει να αξιολογήσουν τις πληροφορίες προσεκτικά με τη βοήθεια του θεράποντα ιατρού τους.

Οξεία απόφραξη αρτηρίας άνω άκρου

Οι αρτηρίες φέρνουν οξυγονωμένο αίμα και θρεπτικές ουσίες από την καρδιά προς όλα τα μέρη του σώματος. Αν αιφνιδίως μειωθεί η ροή του αίματος προς ένα άνω μέλος, μπορεί να εμφανιστούν τα κλασικά σημεία της ισχαιμίας (δηλαδή, της μειωμένης αιμάτωσης), που περιλαμβάνουν – ανάλογα με τη βαρύτητά της – σοβαρό πόνο, ωχρότητα, ψυχρότητα, αισθητικές διαταραχές (αιμωδία, παραισθησία) και παράλυση.

Η συνηθέστερη αιτία της οξείας απόφραξης αρτηρίας ενός άνω μέλους είναι η εμβολή (δηλαδή, η διασκόρπιση θρόμβων) από την καρδιά, στην πλειονότητα των περιπτώσεων εξαιτίας κολπικής μαρμαρυγής ή οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου. Άλλες πηγές εμβόλων μπορεί να είναι βλάβες σε κεντρικότερες αρτηριακές θέσεις, όπως αθηροσκληρυντικές πλάκες, ανευρύσματα ή τραυματικές βλάβες.

Η θεραπευτική αντιμετώπιση γενικά μπορεί να περιλαμβάνει: (1) χορήγηση αντιπηκτικής αγωγής, (2) εμβολεκτομή με καθετήρα Fogarty (χειρουργική αφαίρεση του εμβολικού υλικού), και (3) διόρθωση της γενεσιουργού βλάβης εφόσον αυτό είναι εφικτό.

Επιστροφή

Ανεύρυσμα αρτηρίας άνω άκρου

Ανεύρυσμα είναι ένα εξόγκωμα που μπορεί να συμβεί σε μια περιοχή μιας αρτηρίας λόγω εξασθένησης του τοιχώματος και τοπικής διεύρυνσής της. Στα άνω άκρα, η συνηθέστερη εντόπιση ανευρύσματος είναι στην υποκλείδια, τη μασχαλιαία, τη βραχιόνια ή την ωλένια αρτηρία στην παλάμη.

Αιτίες ανευρύσματος αρτηρίας άνω άκρου να είναι η αθηροσκλήρυνση, το σύνδρομο συμπίεσης θωρακικής εξόδου, συγγενής ανωμαλία της έκφυσης και της πορείας της δεξιάς υποκλείδιας αρτηρίας, το επαναλαμβανόμενο τραύμα στην παλάμη κλπ. Τα ανευρύσματα αυτά είναι σπάνια, αλλά μπορεί να δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα.

Η διαγνωστική προσέγγιση μπορεί να περιλαμβάνει υπερηχογράφημα triplex, CT αγγειογραφία ή ψηφιακή αφαιρετική αγγειογραφία.

Θεραπευτικά αντιμετωπίζονται με κατάλληλες αγγειοχειρουργικές επεμβάσεις.

Επιστροφή

Σύνδρομο συμπίεσης θωρακικής εξόδου (ΣΣΘΕ)

Καθώς πορεύονται μεταξύ της βάσης του λαιμού σε κάθε πλευρά και της σύστοιχης μασχάλης, τα νεύρα (δηλαδή, οι κλάδοι του βραχιονίου πλέγματος) και τα αγγεία (δηλαδή, η υποκλείδια-μασχαλιαία αρτηρία & φλέβα) διέρχονται από σχετικά στενές ανατομικές περιοχές που περικλείονται μεταξύ της πρώτης πλευράς, της κλείδας και ορισμένων τραχηλικών (των σκαληνών) μυών.

Αν κλάδοι του βραχιονίου πλέγματος, η αρτηρία ή η φλέβα συμπιέζονται (ή παγιδεύονται) στο στενό αυτό χώρο επειδή υπάρχει κάποια ανατομική ανωμαλία, η κατάσταση ονομάζεται σύνδρομο συμπίεσης θωρακικής εξόδου (ΣΣΘΕ).

Οι καταστάσεις που στενεύουν το χώρο μπορούν να ταξινομηθούν σε δομικές, λειτουργικές ή μετατραυματικές. Τέτοιες καταστάσεις είναι:

  • οστικές ανωμαλίες όπως μια υπεράριθμη (δηλαδή, αυχενική) πλευρά, ανώμαλη πρώτη πλευρά, ανώμαλη κλείδα
  • συγγενείς μυικές ανωμαλίες, ινώδεις ταινίες ή σύνδεσμοι
  • υπερτροφία (προσθίου ή μέσου) σκαληνού μυός λόγω υπερβολικής ή μη φυσιολογικής χρήσης του ώμου
  • κατάγματα
  • κακώσεις μαλακών μορίων κλπ.

Ανάλογα με το ποιό στοιχείο κυρίως συμπιέζεται, το ΣΣΘΕ διακρίνεται σε Νευρογενές (95% των περιπτώσεων), Αρτηριακό και Φλεβικό. Αντιστοίχως, τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν πόνο, αιμωδία, αδυναμία, ψυχρότητα, διόγκωση του άνω μέλους και αλλαγή χρώματος του δέρματος.

Σχετικά με το Νευρογενές ΣΣΘΕ, η κατανομή του πόνου εξαρτάται από το αν συμπιέζεται το ανώτερο ή το κατώτερο μέρος του βραχιονίου πλέγματος.

– Αν συμπιέζεται το ανώτερο μέρος (Α5,6,7), ο πόνος μπορεί να κατανέμεται στην πλάγια επιφάνεια του τραχήλου, τον ώμο, τον ανώτερο θώρακα και την έξω επιφάνεια του βραχίονα μέχρι τον αντίχειρα και το δείκτη

– Αν συμπιέζεται το κατώτερο μέρος (Α8,Θ1), ο πόνος μπορεί να αφορά την οπίσθια επιφάνεια του αυχένα, την ωμοπλάτη, τη μασχάλη και την έσω επιφάνεια του βραχίονα μέχρι τα μικρά δάκτυλα

Η διάγνωση του ΣΣΘΕ μπορεί να μην είναι καθόλου εύκολη. Περιγράφονται διάφορες κλινικές δοκιμασίες πρόκλησης του πόνου, αλλά μερικές φορές οι δοκιμασίες αποδεικνύονται φυσιολογικές, ενώ υπάρχει ΣΣΘΕ. Οι διαγνωστικές εξετάσεις που μπορεί να ζητήσει ο αγγειοχειρουργός είναι triplex υπερηχογραφία και αγγειογραφία (και οι δύο είναι εξαιρετικές για τη μελέτη της ροής της αρτηρίας και της φλέβας στη θωρακική έξοδο), αξονική αγγειογραφία [CTA] ή αξονική τομογραφία [CT] (εξαιρετική για την αξιολόγηση πιθανής οστικής ανωμαλίας) και μαγνητική τομογραφία [MRI] (εξαιρετική για απεικόνιση λεπτομερειών των μαλακών μορίων, όπως μυών, νεύρων, αγγείων και λιπώδους χώρου στην περιοχή της θωρακικής εξόδου). Προσεκτικά επίσης πρέπει να εξεταστούν άλλες ενδεχόμενες αιτίες των συμπτωμάτων, όπως δισκοκήλη αυχενικών σπονδύλων, αρθροπάθεια ώμου, συμπίεση ωλενίου νεύρου ή μέσου νεύρου (σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα) κλπ.

Η θεραπεία εξαρτάται από τον κλινικό τύπο του ΣΣΘΕ. Μπορεί να είναι συντηρητική με κατάλληλη φυσικοθεραπεία και ασκήσεις για αποκατάσταση της ισορροπίας των μυών στην περιοχή του ώμου. Επί αποτυχίας της συντηρητικής αγωγής, όπως σε πιο σοβαρές περιπτώσεις Νευρογενούς ΣΣΘΕ με ανυπόφορο πόνο ή μειωμένη λειτουργικότητα του άκρου, και αφού προηγηθεί μια ειλικρινής και διεξοδική συζήτηση μεταξύ του ιατρού και του ασθενή, μπορεί να επιλεγεί κατάλληλη χειρουργική θεραπεία με στόχο τη διεύρυνση του χώρου όπου συμπιέζεται το αγγειονευρώδες δεμάτιο. Σε Αρτηριακό ή Φλεβικό ΣΣΘΕ με ισχαιμικά ή θρομβοεμβολικά φαινόμενα, μπορεί να απαιτηθεί θρομβόλυση ή/και κατάλληλη χειρουργική θεραπεία.

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ

Επιστροφή

Χρόνιες αποφρακτικές παθήσεις των αρτηριών του άνω άκρου

Οι χρόνιες αρτηριακές παθήσεις που μπορεί να προκαλέσουν μείωση της ροής αίματος προς τα άνω άκρα αποτελούν μια ανομοιογενή ομάδα. Εδώ περιλαμβάνονται οι εξής οντότητες:

(i) η αθηροσκληρυντική νόσος
Η αθηροσκλήρυνση οφείλεται στην εναπόθεση υλικών, όπως χοληστερόλης, ασβεστίου και κατεστραμμένων κυττάρων στο τοίχωμα των αρτηριών. Η επιπλεγμένη αρτηριοσκλήρυνση είναι δυνατόν να στενέψει μια αρτηρία (στένωση) ή να την κλείσει εντελώς (απόφραξη). Η αθηροσκληρυντική νόσος είναι δυνατόν να προσβάλλει τις αρτηρίες που αιματώνουν τα άνω μέλη – όμως λιγότερο συχνά απ’ ότι προσβάλλει τις αρτηρίες των κάτω μελών.

Η συχνότερη εντόπιση της νόσου είναι στην έκφυση της υποκλείδιας αρτηρίας. Η στένωση ή απόφραξη της υποκλείδιας αρτηρίας συνήθως δεν προκαλεί συμπτώματα. Μπορεί να εκδηλωθεί με μείωση της έντασης των σφύξεων και της συστολικής αρτηριακής πίεσης του μέλους ή με ποικίλου βαθμού ισχαιμία του μέλους. Σπανίως δημιουργείται κλινικά αντιληπτό σύνδρομο υποκλοπής υποκλείδιας αρτηρίας (δηλαδή, ζάλη και λιποθυμική τάση ως συνέπεια της μείωσης της αιμάτωσης του οπισθίου τμήματος του εγκεφάλου κατά την άσκηση του σύστοιχου άνω μέλους), όμως το αιμοδυναμικό φαινόμενο αναστροφής της ροής στη σύστοιχη σπονδυλική αρτηρία είναι συχνό και αναδεικνύεται με υπερηχογράφημα triplex του αγγείου.

Απαιτείται διακοπή καπνίσματος με έλεγχο όλων των παραγόντων κινδύνου (δυσλιπιδαιμία, υπέρταση κλπ) και λήψη αντιαιμοπεταλιακού. Επίσης, μπορεί να απαιτηθεί κατάλληλη επέμβαση (αρτηριακή χειρουργική επέμβαση ή αγγειοπλαστική με μπαλόνι / τοποθέτηση stent).

(ii) το φαινόμενο Raynaud
Το φαινόμενο Raynaud είναι η κατάσταση όπου η κυκλοφορία αίματος στα άκρα, συνήθως στα δάκτυλα των χεριών ή και των ποδιών, διακόπτεται ξαφνικά. Το φαινόμενο οφείλεται σε σπασμό των μικρών αρτηριών των δακτύλων.

Διακρίνεται στη νόσο και στο σύνδρομο Raynaud. Διαβάστε περισσότερα για το φαινόμενο Raynaud >

(iii) η μετακτινική βλάβη
Η μετακτινική βλάβη μπορεί να συμβεί μετά από ακτινοθεραπεία για καρκίνωμα του μαστού ή για νόσο (λέμφωμα) Hodgkin. Μπορεί να αφορά την υποκλείδια ή τη βραχιόνια αρτηρία και να εκδηλωθεί με συμπτώματα θρόμβωσης της ακτινοβοληθείσας αρτηρίας εντός 5 ετών από την ακτινοθεραπεία. Eπίσης, μπορεί να εκδηλωθούν συμπτώματα πολύ αργότερα (μέχρι 20 έτη ή και περισσότερα) λόγω ίνωσης ή επιταχυνόμενης αθηροσκλήρυνσης της ακτινοβοληθείσας αρτηρίας .

Αν προκληθούν συμπτώματα ισχαιμίας, μπορεί να απαιτηθεί κατάλληλη επέμβαση (αρτηριακή παράκαμψη με μόσχευμα ή αγγειοπλαστική με μπαλόνι και τοποθέτηση stent) ώστε να αποκατασταθεί η αιματική ροή.

(iv) οι διάφοροι τύποι αγγειΐτιδας
Ο όρος “αγγειΐτιδα” είναι γενικός και χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ομάδα καταστάσεων, οι οποίες χαρακτηρίζονται από φλεγμονή μέσα στο αγγειακό τοίχωμα και πιθανή διαταραχή της αγγειακής ακεραιότητας.

Διακρίνουμε αγγειΐτιδες που προσβάλλουν αγγεία μεγάλου, μεσαίου ή μικρού μεγέθους. Μια αγγειΐτιδα μπορεί να αφορά μόνο ένα αγγείο ή πολλά αγγεία και ως εκ τούτου συστήματα οργάνων. Τα κλινικά συμπτώματα γενικά οφείλονται στην ισχαιμία των ιστών οι οποίοι αιματώνονται από το προσβεβλημένο αγγείο. Το φάσμα της αγγειακής προσβολής κυμαίνεται από μια ήπια αποφρακτική βλάβη μέχρι τη νεκρωτική αγγειΐτιδα.

Οι κυριότεροι τύποι αγγειΐτιδας είναι:

  1. Νόσος Buerger (αποφρακτική θρομβαγγειΐτιδα)
  2. Αρτηρίτιδα Takayasu.
    Είναι αγγειΐτιδα, η οποία προκαλεί φλεγμονή και απόφραξη σε μεγάλες ελαστικές αρτηρίες, όπως είναι η αορτή και οι κλάδοι της και οι πνευμονικές αρτηρίες. Συνήθως προσβάλλει νέες γυναίκες, 10-30 ετών, και έχει άγνωστη αιτία.
    Τα συμπτώματα της νόσου μπορούν να διακριθούν σε δυο φάσεις:
    (α) της οξείας (συστηματικής) φάσης, που είναι μη ειδικά, όπως πυρετός, κόπωση, αρθραλγίες και μυαλγίες. Στη φάση αυτή έχει βρεθεί ότι η θεραπεία με ανοσοκατασταλτικά (κορτικοστεροειδή, κυκλοφωσφαμίδη) μπορεί να σταματήσει την εξέλιξη των αρτηριακών βλαβών, και
    (β) της χρόνιας (αποφρακτικής ή “άσφυγμης”) φάσης, που εξαρτώνται από τη θέση των προσβεβλημένων αρτηριών και μπορεί να περιλαμβάνουν μείωση ή απουσία σφύξεων, διαφορά αρτηριακής πίεσης στους δυο βραχίονες και τους μηρούς, και υπέρταση. Αν προκληθούν συμπτώματα ισχαιμίας μπορεί να απαιτηθεί κατάλληλη επέμβαση (αρτηριακή παράκαμψη με μόσχευμα ή αγγειοπλαστική με μπαλόνι που μάλλον είναι η επέμβαση εκλογής) ώστε να αποκατασταθεί η αιματική ροή.
  3. Οζώδης Πολυαρτηρίτιδα.
    Είναι μια μοναδική οντότητα, η οποία χαρακτηρίζεται από συστηματική νεκρωτική αγγειΐτιδα που προσβάλλει μικρού και μεσαίου μεγέθους αρτηρίες, όπως των νεφρών και των εντέρων.
    Μπορεί να προκαλέσει πρωτεϊνουρία, προοδευτική νεφρική ανεπάρκεια, υπέρταση, απώλεια βάρους, κοιλιακούς πόνους, ενίοτε με αίμα στα κόπρανα, μυϊκούς και αρθρικούς πόνους. Οι δερματικές εκδηλώσεις περιλαμβάνουν υπονύχια έμφρακτα. Η αρτηριογραφία μπορεί να είναι διαγνωστική αν αποκαλύψει τα χαρακτηριστικά ευρήματα: μικροανευρύσματα και στενώσεις. Τα εργαστηριακά ευρήματα μπορεί να περιλαμβάνουν αναιμία, αυξημένη ταχύτητα καθίζησης, θετική δοκιμασία για ANCA (antineutrophil cytoplasmic antibody) και για επιφανειακό αντιγόνο και αντίσωμα ηπατίτιδας Β (HBsAg και HBsAb). Η θεραπεία της οζώδους πολυαρτηρίτιδας είναι τα κορτικοστεροειδή και η κυκλοφωσφαμίδη.
  4. Αγγειΐτιδα σε νόσο του συνεκτικού ιστού (σκληρόδερμα, λύκος κλπ) και Αγγειΐτιδα λόγω υπερευαισθησίας σε φάρμακο ή λοιμώδη παράγοντα. Είναι  αγγειΐτιδα μικρών αγγείων (αρτηριδίων, τριχοειδών, φλεβιδίων).
    Τα ενοχλήματα, για τα οποία οι ασθενείς επισκέπτονται τον ιατρό, είναι πόνος και γάγγραινα εξαιτίας της ισχαιμίας του δέρματος ενός ή περισσοτέρων δακτύλων. Ο ακρογωνιαίος λίθος της διάγνωσης δερματικής αγγειΐτιδας ως εκδήλωσης συστηματικής νόσου ή λόγω υπερευαισθησίας είναι το εύρημα της “απόκρισης οξείας φάσεως” (αυξημένη ΤΚΕ, γλοιότητα πλάσματος και CRP). Επίσης μπορεί να είναι χρήσιμη η εργαστηριακή διερεύνηση με γενική αίματος, γενική ούρων και ανοσολογικό έλεγχο (RF, RA-test, ΑΝΑ, αντι-DNA, C3, C4, ANCA, κρυοσφαιρίνη, ψυχροσυγκολλητίνες, ηλεκτροφόρηση λευκωμάτων κλπ). Όμως, συχνότερα η διάγνωση τίθεται μόνο με την ανάλυση του υλικού της βιοψίας από κατάλληλο ιστό.

Επιστροφή

Τελευταία ενημέρωση 09/09/2020